Λυπούμαστε, αλλά τα λεξικά μας δεν ξέρουν να μεταφράζουν προτάσεις!
Το WordReference προσφέρει διαδικτυακά λεξικά, όχι λογισμικό μεταφράσεων. Παρακαλούμε, αναζητήστε μία μία τις λέξεις (μπορείτε να τις κλίκαρετε παρακάτω) ή κάντε μια ερώτηση στα φόρουμε εάν χρειάζεστε άλλη βοήθεια.

sign on the dotted line


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο dotted παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: sign | on | the | line
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: dotted, dot

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dotted adj (line: consisting of dots)διάστικτος επίθ
  (καθομιλουμένη)με τελείες, με κουκκίδες περίφρ
 Fold the paper on the dotted line and put it in the envelope.
dotted with [sth] adj (objects: scattered)που έχει διάσπαρτο κτ περίφρ
 The landscape was dotted with cactus and shrubs.
 Το τοπίο είχε διάσπαρτους κάκτους και θάμνους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dot n (symbol: .)τελεία ουσ θηλ
 Ben put a line of dots along the boundary on the map.
 Βάλε μια σειρά από τελείες στο άκρο του χάρτη.
dot n (punctuation: period, full stop)τελεία ουσ θηλ
 Mary's email address is mary dot smith at email dot com.
 Η ηλεκτρονική διεύθυνση της Μαίρης είναι mary τελεία smith παπάκι email τελεία com.
dot n (speck)τελεία, κουκκίδα, βούλα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)τελίτσα, βουλίτσα ουσ θηλ
 There was a single dot in the middle of the page.
 Υπήρχε μια μεμονωμένη κουκκίδα στη μέση της σελίδας.
dot [sth] vtr (put a dot on: the letter i)βάζω τελεία σε κτ, βάζω τελεία πάνω από κτ περίφρ
  (άτυπο, αδόκιμο)τονίζω ρ μ
 Don't forget to dot the i.
 Μην ξεχνάς να τονίζεις το i.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
dot n (Morse code)τελεία ουσ θηλ
 Morse code for "SOS" is dot, dot, dot, dash, dash, dash, dot, dot, dot.
dot n (small amount) (μεταφορικά: λίγο)σταλιά, στάλα ουσ θηλ
  (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)τσικ ουσ ουδ άκλ
 Add a dot of butter.
dot [sth] vtr (be scattered over)υπάρχω εδώ και εκεί περίφρ
  υπάρχω διάσπαρτος περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Trees dotted the landscape.
dot [sth] with [sth] vtr + prep usually passive (spot or scatter: with [sth])γεμίζω κτ με κτ ρ μ + πρόθ
  κάνω κτ να μοιάζει διάστικτο με κτ έκφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία και αποδίδεται κατά περίπτωση.
 Dandelions and buttercups dotted the field with yellow.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
dotted | dot
ΑγγλικάΕλληνικά
dotted line n (line of dots on a document) (γραμμή από τελείες σε έγγραφο)διακεκομμένη γραμμή ουσ θηλ
 My name is too long to fit on the dotted line.
polka-dot,
polka-dotted
n as adj
(patterned with spots)πουά επίθ άκλ
  με βούλες περίφρ
 She turned up wearing a polka-dot headscarf.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sign on the dotted line στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sign on the dotted line».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!